φωταγωγικός

φωταγωγικός
η , ό[ν] иллюминационный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φωταγωγικός" в других словарях:

  • φωταγωγικός — ή, ό / φωταγωγικός, ή, όν, ΝΜ [φωταγωγός] το ουδ. ως ουσ. τὸ φωταγωγικό(ν) (ενν. τροπάριο) (λειτ.) καθένα από τα συγγενή με τα εξαποστειλάρια μεμονωμένα οκτώ τροπάρια, ένα για κάθε ήχο τής βυζαντινής μουσικής, τα οποία δεν ψάλλονται αλλά… …   Dictionary of Greek

  • φωταγωγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωταγώγηση (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., φωταγωγικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»